"Εκείνες οι συναρπαστικές μέρες..." - του Μίκη Θεοδωράκη




Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη "Που να βρω τη ψυχή μου", που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις IANOS!



 36                               Εκείνες οι συναρπαστικές μέρες…

Ο πόλεμος στην Αλβανία με βρήκε στην Τρίπολη Αρκαδίας. Πήγαινα στην τετάρτη  τάξη γυμνασίου. Ήμουν δεκαπέντε ετών. Στην αρχή μας τύλιξε η μέθη της νίκης.Μετά ήρθε η γερμανική επίθεση, που την ακολούθησε η κατάρρευση του μετώπου.
Απ’ την  Τρίπολη περνούσαν συντεταγμένα μηχανοκίνητα τμήματα του αγγλικού και του γιουγκοσλάβικου στρατού με κατεύθυνση την Καλαμάτα. Αργότερα άρχισαν να φτάνουν οι Έλληνες φαντάροι και αξιωματικοί, κυρίως Κρητικοί, ρακένδυτοι, πεινασμένοι ,γεμάτοι ψείρες, στο έσχατο στάδιο των φυσικών τους δυνάμεων, γιατί βάδιζαν απ’ τα σύνορα με τα πόδια. Τέλος μπήκαν οι Γερμανοί….
   Κλειστήκαμε στο καβούκι μας…Είχαμε μια μικρή παρέα, που μας ένωναν κοινά, κυρίως φιλολογικά ενδιαφέροντα. Στο σπίτι είχαμε μια μεγάλη βιβλιοθήκη….Διαβάζαμε μεταφράζαμε και συζητούσαμε μανιωδώς. Από τους Έλληνες ποιητές, εκτός απ’ τους «κλασικκούς»,Σολωμό,Κάλβο,Βαλαωρίτη,
Παλαμά, Μαβίλη, Χατζόπουλο, Γρυπάρη ,Καρυωτάκη, απ’ τους νεότερους είχε φτάσει ως τα αρκαδικά βουνά ο Νικηφόρος Βρεττάκος με τις Γκριμάτσες του Ανθρώπου. Κανείς άλλος.Ο Βάρναλης,λογό-
κριμένος απ’ την εποχή του Μεταξά, φάνταζε μέσα μας σαν θρύλος.

*
Πάνε εκείνοι οι καιροί που η ψυχή του λαού μας
ήταν καιομένη βάτος που διψούσε για «Ρωμιοσύνες»και «Αξιον Εστί».
*
  Ώσπου μια μέρα ηλιόλουστη του 1941 χτύπησε το τηλέφωνο στο διάδρομο του σπιτιού.
Ήταν ο Βασίλης Κουτσούγερας απ’ τη Βλαχέρνα,ο πιο προωθημένος στη συντροφιά σε θέματα φιλοσοφικά.
   «Άκου αυτό»,μου λέει.
Και στη συνέχεια αρχίζει να μου διαβάζει επί μία ώρα περίπου ένα άγνωστο ποίημα…. Όταν τελείωσε, τον ρώτησα:
«Τι είναι αυτό;»
«Η Εαρινή Συμφωνία του Γιάννη Ρίτσου»
«Έλα γρήγορα στο σπίτι», του λέω κι αρχίζω να τηλεφωνώ στους φίλους. Όταν μαζευτήκαμε όλοι, καθίσαμε στην ταράτσα. Καθώς με κοίταζαν περίεργα, γύριζα προς τον Βασίλη που κρατούσε
κρυμμένο το βιβλίο και του έκανα νόημα ν’ αρχίσει.
Όσο προχωρούσε το ποίημα τόσο μεγάλωναν τα μάτια των παιδιών. Λες κι ένας ολοκαίνουριος κόσμος να’ βγαίνε ξαφνικά εκεί μπροστά μας, σαν μια κρυστάλλινη εκκλησία να αναδυόταν μέσα απ΄ τη λίμνη  της φαντασίας μας.   
Ψάξαμε και βρήκαμε ύστερα από χίλιους κόπους άλλα δύο βιβλία του Ρίτσου: Το Τραγούδι της Αδελφής μου και το Εμβατήριο του Ωκεανού.
   Απ’ το 1941 ως το 1986 μεσολαβούν σαράντα πέντε χρόνια. Τόσα χρειάστηκαν για να πραγματοποιήσω τη σκέψη που χαράχτηκε τότε, εκείνη τη στιγμή, βαθιά μέσα μου και να συνθέσω την «Έβδομη Συμφωνία» μου, που βασίζεται στην Εαρινή Συμφωνία του Ρίτσου, προσθέτοντας και την Κυρά των Αμπελιών, που γνώρισα αργότερα.
Μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες κινούσαμε όλοι μαζί για τον «πύργο» του Μάκη Καρλή προς τη Μαντίνεια. Βαδίζαμε μια δυο ώρες κι όταν τρώγαμε και ξεκουραζόμασταν κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, ανηφορίζαμε την πλαγιά  του γυμνού βουνού. Είχαμε διαλέξει ένα βράχο, σαν βήμα, και ξαπλώναμε μπροστά του με τη βεβαιότητα πως βρισκόμαστε στην Πνύκα, γνήσιοι απόγονοι εκείνων των Αθηναίων και επομένως ανώτεροι και απρόσβλητοι από τους κτηνώδεις κατακτητές, που μας μόλυναν μόνο και μόνο με την παρουσία τους.
Τα τρομερά και δοκιμασμένα «όπλα» μας. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, οι Ωδές, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι…Μια μέρα ανέβηκα με τη σειρά μου και απήγγειλα από στήθους το Εμβατήριο του Ωκεανού. Τότε αποφασίσαμε να ονομάσουμε τη μεγάλη πέτρα «Βράχο του Ρίτσου»…
Έτσι, η μαγεία και ο βράχος έγιναν τα σύμβολα αυτού του άγνωστου, του μυθικού ποιητή, για τον  οποίο ο Παλαμάς είχε γράψει:«Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις».

*
Αλίμονο αν δεν υπήρχαν διαφωνίες[ενν. με τους συνεργάτες του καλλιτέχνες].
Μην ξεχνάμε ότι η σύνθεση των αντιθέσων είναι η κινητήριος δύναμη από το
«άτομο» ως τους γαλαξίες.
*
Μετά μπήκαμε ορμητικά στη θύελλα….Χρόνια αντίστασης. Παρανομία, συλλήψεις, μάχες, συλ-
   λαλητήρια…
Ο Γιάννης Ρίτσος, τυλιγμένος κι αυτός στους ίδιους ανέμους, να ταξιδεύει τις ίδιες τρικυμίες…Τον πρωτοείδα στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την άνοιξη του 1945.
Είχα αναλάβει να ανακαλύψω και να συγκεντρώσω τους άξιους νέους ποιητές και συγγραφείς, τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μιχάλη  Κατσαρό και τόσους άλλους, που το όνομά τους θα το γνώριζε κάποτε όλη η Ελλάδα.
Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί που, ακούγοντας τα κείμενά τους και συζητώντας μαζί τους μια φορά τη βδομάδα, θα βοηθούσαν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η γενιά της Αντίστασης. Αυτή που δε θα έβλεπε τα τραγικά δρώμενα απέξω, ως θεατής, αλλά από μέσα, ως συμπάσχον οργανικό τμήμα του μαρτυρικού μας λαού στο δρόμο προς το Γολγοθά, όπως τον είχε καταδικάσει η σκληρή του μοίρα.
Ήταν η Σχολή του Γιάννη Ρίτσου….Όπως τη δίδαξε με το έργο του και με το παράδειγμά του. Αυτή ακριβώς που με το θρίαμβο της αντεπανάστασης απ’ τη Χούντα ως σήμερα προσπαθούν να φιμώσουν και να κατεδαφίσουν με κάθε μέσο, με κύριο όπλο τη συνωμοσία της σιωπής, διάφορα κέντρα και όργανα θλιβερά των νέων εξουσιαστών, που χτίζουν τη δύναμή τους πάνω στην ανοιχτή πληγή, πάνω στα ερείπια των μύθων, που πέτυχαν να γίνουν έστω και για στιγμή φωτεινή πραγματικότητα.
Σκέφτομαι τώρα πως το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό μας με τον Γιάννη Ρίτσο είναι αυτή ακριβώς η «φωτεινή πραγματικότητα» που βιώσαμε με όλους τους πόρους της ψυχής και του κορμιού μας, γνωρίζοντας  και πλάθοντας συγχρόνως τους Νέους Ελληνικούς Μύθους.
Ένα δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό υπήρξε η εργατικότητα. Πόσες φορές ο ποιητής, σαν  να’ ήθελε να «απολογηθεί» για την παραγωγικότητα του, μου ‘λέγε  για την απίστευτη εργατικότητα του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου, που άφησαν πίσω τους κολοσσιαία εργασία, όχι μόνο σε ποιότητα αλλά και σε ποσότητα(άλλο αν χάθηκαν τα πιο πολλά)…..
Κι εγώ επικροτούσα επαυξάνοντας με τα  παραδείγματα  των Μπαχ, Μότσαρτ, Σούμπερτ Μπετόβεν Βάγκνερ, και Βέρντι, που για την αντιγραφή και μόνο των έργων τους χρειάζονται δεκάδες χρόνια συνεχούς εργασίας…


*
Ο Διόνυσος όχι μόνο αψήφησε αλλά και ανέτρεψε
την τάξη του Ολύμπου. ΄Ήταν δηλαδή ένας θεός
αντιεξουσιαστής, ένας θεός αντι-θεός, κι αυτό ται-
ριάζει απολύτως με το χαρακτήρα μου.
*
Όταν βρισκόμασταν στην Αθήνα, επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς την ώρα του διαλείμματος, γύρω στις δώδεκα με μια το μεσημέρι.
           Εκείνος ξεκινούσε την εργασία του κάθε πρωί, ό,τι κι αν συνέβαινε. Το ίδιο κι εγώ. Η διαφορά μας ήταν η ώρα που ξεκινούσαμε. Πολλές φορές τον ξεπερνούσα, όταν η έμπνευση με ξυπνούσε απ’ τις έξι και μερικές φορές στις πέντε το πρωί, όταν έξω ήταν ακόμα σκοτάδι. Τότε, το μεσημέρι, του διηγιόμουν  πόσο συνταρακτική ήταν η αίσθηση, καθώς έβλεπα την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα να αναδύεται μέσα απ’ τη νύχτα, λες κι εκείνη τη στιγμή να έβλεπαν το φως για πρώτη φορά.
Η ελληνολατρία στον Ρίτσο δεν ήταν εγκεφαλική αλλά βιωματική. Με το ταλέντο και τη συνεχή άσκηση είχε πετύχει να ενώσει μέσα του τους μύθους και τα τραγικά πρόσωπα του χτες με του σήμερα.
       Άλλωστε η σχέση του με το κύριο υλικό της εργασίας του, τη γλώσσα, δείχνει ότι τον σαγήνευε και τον χάλκευε η βεβαιότητα ότι σμιλεύει την ίδια γλώσσα, την ελληνική, από τον Όμηρο ως σήμερα. Πώς όμως μπορούσε να γίνει άξιός της; Δίνοντάς της αντάξιο περιεχόμενο, που μόνο ένας ποιητής, φωνή του λαού και του καιρού του, μπορούσε να της προσφέρει.
 Έτσι εξηγείται ο βαθύς και επώδυνος δεσμός του με το λαό και τον καιρό. Η συνέπειά του, η πίστη του και η απόφασή του να ζήσει-ακόμα και με κίνδυνο να καταστραφεί-όλα τα πάθη του λαού, καθώς σφάδαζε μέσα στη δίνη των καιρών.
 Ήθελε να γίνει αντάξιός τους, όχι απλώς με ένα μέρος, αλλά με το όλον του εαυτού του. Έπρεπε να εισέλθει στην κάμινο της δοκιμασίας ολόκληρος, όχι μόνο με το πνεύμα αλλά και με το σώμα, όχι μόνο με την φαντασία αλλά με την ευαισθησία και τον πόνο ακόμα και της τελευταίας φλέβας, ακόμα και του τελευταίου αιμάτινου αγγείου του σώματός του. Και γι’ αυτό ο Ρίτσος έγινε έργο και σύμβολο άξιο να σταθεί πλάι στον ανώνυμο μάρτυρα, την ψυχή της Ελλάδας, αυτόν που τον οδήγησε στη θυσία η πεμπτουσία της συλλογικής μας συνείδησης, τα άγια της ρωμιοσύνης.
Θα ήταν αρχές ή τέλη του 1958 στο Παρίσι, όταν άρχισα να παίρνω το ένα μετά το άλλο τα βιβλία του Ρίτσου. Είχε αφεθεί ελεύθερος και άρχισε να τυπώνει τα έργα του. Με θυμήθηκε. Σε κάθε βιβλίο υπήρχε και μια ξεχωριστή αφιέρωση. Θυμάμαι ότι στον Επιτάφιο μου έγραφε: «Ετούτο το βιβλίο κάηκε μαζί με άλλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας».
 Πλησίαζαν οι εκλογές του 1958 και όλα έδειχναν άνοδο της ΕΔΑ, πράγμα που επιβεβαιώθηκε. Αποφασίσαμε να γιορτάσουμε το γεγονός στο μικρό διαμέρισμα μας. Οι φίλοι μας, όπως κι εμείς, ήσαν γέννημα θρέμμα της Αριστεράς.
 Στο κέντρο του Παρισιού, στις Halles, βρίσκονται τα μπακάλικα με τα ελληνικά προϊόντα. Είχαμε τότε ένα «Οpel» του έτους 1954. Έβρεχε δυνατά. Πάρκαρα μπροστά στο κατάστημα και περίμενα τη Μυρτώ να τελειώσει τα ψώνια της για τη βραδινή συνάντηση. Πώς βρέθηκε στα χέρια μου ο Επιτάφιος; Δε θυμάμαι. Άρχισα να τον ξεφυλλίζω και να τον διαβάζω για άλλη μια φορά. Είναι περίεργο όμως ότι όταν πρόκειται να μου μιλήσει η ποίηση, τότε οι ήχοι αναβλύζουν με ορμή μέσα από τους στίχους, λες και είναι αρτεσιανό νερό που πετάγεται ψηλά πάνω απ’ το χώμα, χαρούμενο που βρήκε τη δύναμη να χαιρετήσει τον ουρανό και το φως.
 Ευτυχώς που είχα μολύβι. Χάραξα γρήγορα τα πεντάγραμμα πλάι στους στίχους κι άρχισα να γράφω γρήγορα γρήγορα, για να προφτάσω. Δε θυμάμαι πόσα μέρη μελοποίησα. Πιθανόν και τα είκοσι. Έκτοτε το βιβλίο με τις νότες εξαφανίστηκε. Ίσως να το «δανείστηκε» κάποιος συλλέκτης, για να το φανερώσει αργότερα. Ίσως να χάθηκε. Εν πάση περιπτώσει, γυρίζοντας στο σπίτι και ενώ η Μυρτώ μαγείρευε, εγώ δοκίμαζα στο πιάνο τα καινούρια τραγούδια, ώστε να είμαι έτοιμος για το βράδυ.
 Πράγματι, όταν ήρθε η στιγμή, κάθισα στο πιάνο κι έτσι έγινε η «πρώτη εκτέλεση» του «Επιτάφιου». Την άλλη μέρα πήρα τέσσερις σελίδες χαρτί διαφανές με πεντάγραμμα κι άρχισα να καθαρογράφω τα τραγούδια απ’ την αρχή. Τελικά χώρεσαν μόνο εφτά. Πήγα στη Μονμάρτρη κι ανέβηκα στη Sacre΄-Coeur, στο κύριο Vadot, που διέθετε ένα γιγαντιαίο μηχάνημα για αντίγραφα μουσικής.     

*
Αποστρέφομαι και πολεμώ κάθε είδους κατεστημένη εξουσία.
Κι αυτό γιατί μισώ τη βία, και εξουσία σημαίνει βία.
*

Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε έπρεπε οι νότες να γραφούν με σινική μελάνη πάνω σε χαρτί διαφανές. Για κάθε λάθος χρησιμοποιούσα το ξυραφάκι. Πόσες σελίδες έργων μου έγραψα τότε στο Παρίσι μ’ αυτό τον τρόπο; Πάνω από δύο χιλιάδες…..
Παρήγγειλα τρία αντίγραφα και τα ταχυδρόμησα το πρώτο στον Γιάννη Ρίτσο, το δεύτερο στον Μάνο Χατζιδάκι και το τρίτο στο φίλο μου Βύρωνα Σάμιο, που την εποχή εκείνη ήταν απ’ τους λίγους που πίστευαν στο μουσικό μου άστρο κι όχι μόνο με λόγια. Και ήταν και φίλος του Ρίτσου.
 Έτσι γράφτηκε η μουσική στον Επιτάφιο. Από κει και πέρα τα γεγονότα είναι λίγο ως πολύ γνωστά.
Εδώ, αν δεν κάνω λάθος, μας ενδιαφέρει η σχέση μου ως συνθέτη με την ποίηση του Ρίτσου. Στα δύο κορυφαία μου έργα στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον «Επιτάφιο» και την «Ρωμιοσύνη», είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε-όπως ακριβώς περιέγραψα και πριν-σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγε;
Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα σύνορα της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της εθνικής αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη, ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.
 Το ίδιο ακριβώς με τον Επιτάφιο συνέβη στη γιορτή των Φώτων στα 1966 και με τη Ρωμιοσύνη, που κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη. Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν   περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη «Δοκιμασία», για να μου τα εμπιστευτεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ώσπου  εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι(χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο.  Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία΄ ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο, που μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο: «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…» να καθίσω, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και να συνθέσω μονορούφι τη «Ρωμιοσύνη».
 Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο «Κεντρικό», που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη «Ρωμιοσύνη».
Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή, που αποδέχτηκε τη φωνή του και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του «Επιτάφιου» τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα.


                                                                                 *
                                  Κάθε γνήσιο έργο τέχνης έχει επίκεντρο τον άνθρωπο.
                                  Με άλλα λόγια, εκπέμπει ανθρωπισμό. Βλέπουμε έτσι
                                  ότι απ’ όλα τα έργα του ανθρώπου η καλλιτεχνική δημιουργία
                                  είναι η μόνη που από τη φύση της δεν μπορεί να έχει σχέση
                                  με τις αρνητικές πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας και
                                  συμπεριφοράς.
                                                                                *
Το καλοκαίρι του ’66 αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: συναυλία σε γήπεδο, μια και δε μας χωρούσαν πια οι κλειστές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ήταν η πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοιχτό χώρο. Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους τον Γιάννη και τη Φιλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι.
 Τι δεν έκανε η αντίδραση τότε για να εμποδίσει το λαό να ‘ρθει να μας ακούσει! Εκατοντάδες με στολές  γύρω γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. Ως και το ηλεκτρικό ρεύμα σταμάτησαν, με αποτέλεσμα να μείνουν στο τούνελ οι συρμοί του Ηλεκτρικού.
  Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ’ τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού φωνάζαμε μισοαστεία μισοσοβαρά:
«Έλα λαέ! Νίκησε, λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου!»
Κι από μέσα οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει για τρελούς…..
   Φαίνεται όμως πως οι προσευχές μας εισακούσθηκαν, γιατί αιφνιδίως το στάδιο γέμισε. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όρμησαν όλοι μαζί, γυναίκες, άντρες, παιδιά. Ξεχύθηκαν απ’ τα σοκάκια και τα στενά…. Παραμέρισαν τη φανερή και τη μυστική τρομοκρατία και έγιναν στην αρχή ένα χαρούμενο, πολύβουο πλήθος, που μας γέμισε αγαλλίαση, και αμέσως μετά ένα σιωπηλό, παλλόμενο εσωτερικά εκκλησίασμα.
 Διεύθυνα πρώτα το «Μαουτχάουζεν» με τη Μαρία Φαραντούρη και μετά τη «Ρωμιοσύνη» τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου, ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.
Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη «Ρωμιοσύνη» ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…..
 Σταματώ ως εδώ την αφήγηση….Ίσως να θέλω στο βάθος να μείνουμε σ’ αυτή τη θεία και μοναδική στιγμή, που ποίηση και μουσική συλλειτουργούσαν με το λαό, ενώ γύρω τους, γύρω απ’ το περικυκλωμένο γήπεδο, στριφογύριζαν απειλητικά οι σκιές των τσακαλιών, που ένα χρόνο αργότερα θα υποχρέωναν την πατρίδα μας να μπει σ’ αυτό το Μεγάλο Ταξίδι μέσα στην Νύχτα, που δεν έχει ακόμα τελειωμό……


*
Οι φανατικές δεσποινίδες που χορεύουν τα βράδια
στα τραπέζια το χορό της κοιλιάς συνήθως ξυπνούν
αργά και φυσικά έχουν πολλές άλλες προτεραιότητες
και σκοτούρες απ’ το να ακούν Μότσαρτ, που αμφιβάλλω
αν έχουν ακούσει το όνομά του….Εκτός αν έχετε στο νου
σας κάποιες σπουδάστριες μουσικής που το πρωί αναλύουν
Μότσαρτ και το βράδυ μεταβάλλονται σε Μαντουβάλες.



*Ευχαριστούμε θερμά τον φίλο του Θεοδωρακισμού/Theodorakism, Σπύρο Βούλγαρη, για την αποστολή του παραπάνω κειμένου!



Σχόλια